- συσπαράσσω
- растерзывать, сотрясать.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
συσπαράσσω — και αττ. τ. συσπαράττω Α σχίζω σε κομμάτια («ἔρρηξεν αὐτὸν τὸ δαιμόνιον καὶ συνεσπάραξεν», ΚΔ) … Dictionary of Greek
συσπαράττεται — συσπαράσσω tear in pieces pres ind mp 3rd sg (attic) συσπαράσσω tear in pieces pres ind mp 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεσπάραξεν — συσπαράσσω tear in pieces aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՇԱՐԺԼԵՄ — (եցի.) NBH 2 0473 Chronological Sequence: Early classical, 12c ն. σαλεύω, σείω commoveo եւ ի սուրբ գիրս ՝ σπαράσσω, συσπαράσσω, ττω lacero, concerpo, discerpo. Ուժգին շարժել. սարսել. ցնցնել. տատանել. դրդել. դղրդել. եւ լլկել. ձգձգել. քաշկռտել,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)